κώνωπα

κώνωπα
κώνωψ
gnat
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κωνώπα ή Κωνώπη — Αρχαία πόλη της Αιτωλίας. Βρισκόταν σε απόσταση είκοσι σταδίων (περ. 3,5 χλμ.) από τις εκβολές του Αχελώου, κοντά στο σημερινό χωριό Αγγελόκαστρο. Ο Στράβων ισχυριζόταν ότι στη θέση αυτή ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β’ (287 280 π.Χ.) η πόλη Αρσινόη …   Dictionary of Greek

  • VINUM — quô Auctore mortalibus sit monstratum, diximus paulo supra. Graecis id Oeneum, unde et οἴνου nomen, an Icarum, Italis Ianum, dedisse, refert Athenaeus, l. 15. uti et far: sed utrumque non tam potui aut cibo quam divino cultui et sacris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διυλίζω — (AM διυλίζω) 1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω 2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία αρχ. καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες… …   Dictionary of Greek

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • κώνωψ — ο (AM κώνωψ, ωπος) 1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.) 2. ως κύριο όν. Κώνωψ μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο 3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» λέγεται γι αυτούς που… …   Dictionary of Greek

  • Αρσινόη — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Δισέγγονη του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α’, σύζυγος του στρατηγού Λάγου, μητέρα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα (β’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Είχε δεσμό με τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και η… …   Dictionary of Greek

  • πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… …   Dictionary of Greek

  • Ρος, Ρόναλντ — (Ross, 1857 – 1932). Άγγλος γιατρός και βακτηριολόγος. Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε σαν στρατιωτικός γιατρός στον αγγλικό στρατό των Ινδιών. Ο διορισμός του στη θέση αυτή τον βοήθησε στις έρευνές του για τα αίτια της ελονοσίας. Διαπίστωσε τότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”